- κομιτεία
- ηβλ. κομητεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομητεία — και κομιτεία, η 1. η εδαφική περιφέρεια τού κόμη ή ο τίτλος και το αξίωμά του 2. (στην Αγγλία, στις ΗΠΑ κ.ά.) διοικητική διαίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμης, ητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου … Dictionary of Greek
Οξφόρδη — (Oxford). Πόλη (98 521 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.608 τ. χλμ., 578 900 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή του Τσέργουελ με τον άνω ρου του Τάμεση (Άιζις, στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται… … Dictionary of Greek